- προϋπηρετώ
- προϋπηρέτησα, υπηρετώ από πριν ή πριν από κάτι άλλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προϋπηρετώ — έω, Ν υπηρετώ προηγουμένως κάπου αλλού, σε άλλη θέση ή σε άλλον οργανισμό … Dictionary of Greek
προπολιτεύομαι — Α (αποθ.) 1. κυβερνώ μία πόλη προηγουμένως, προϋπηρετώ στη διαχείρηση τών κοινών 2. κατέχω ανώτερο διοικητικό αξίωμα («προπολιτεύεται ἰδιώτης κύκλου βασιλικοῡ», Θεμίστ.) 3. (στον παρακμ.) προπεπολίτευμαι έχω ασκήσει άλλοτε διοικητικό έργο 4. (η… … Dictionary of Greek
προστρατεύω — Α προϋπηρετώ στον στρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στρατεύω «υπηρετώ στον στρατό»] … Dictionary of Greek
προϋπηρεσία — η, Ν [προϋπηρετώ] προηγούμενη υπηρεσία, υπηρεσία σε άλλον οργανισμό ή σε άλλη θέση ή αρμοδιότητα … Dictionary of Greek